Μπράουνινγκ, Ρόμπερτ

Μπράουνινγκ, Ρόμπερτ
(Robert Browning, Κάμπεργουελ, Λονδίνο 1812 – Βενετία 1889). Άγγλος ποιητής. Από ευκατάστατη οικογένεια, μπόρεσε να αφοσιωθεί αρκετά νωρίς στην ποίηση. Ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη και πέρασε μεγάλες περιόδους της ζωής του στην Ιταλία (κυρίως στη Φλωρεντία, όπου έζησε με τη γυναίκα του, την Ελίζαμπεθ Μπράουνινγκ-Μπάρετ, βλ. λ.). Η ανάγνωση των πρώτων Άγγλων ρομαντικών - από τον Μπάιρον μέχρι τον Σέλεϊ και τον Κιτς - επηρέασε τα νεανικά του ποιήματα· στη μεταγενέστερη δημιουργία του συναντάται, αντίθετα, δυνατή η επίδραση του Καρλάιλ και του Γκέτε. Το πρώτο ποίημα (Πολίνα) δημοσιεύτηκε το 1833· ακολούθησαν το 1835 ο Παράκελσος και το 1840 το Sordello που, όπως και το Πολίνα, είναι συχνά σκοτεινό και δυσνόητο. Σ’ αυτά τα έργα ο Μ. φανερώνει ήδη το πρωτότυπο αφηγηματικό ύφος του (δηλαδή τον δραματικό μονόλογο), την αγάπη του για το γκροτέσκο, το χρώμα, τον ήχο, τη γραφικότητα, για τις παρομοιώσεις και τους συσχετισμούς. Έγραψε επίσης μερικές συλλογές ποιημάτων, όπως π.χ. Άντρες και γυναίκες (1855) και Πρόσωπα του δράματος (1864), καθώς και θεατρικά έργα - από τα οποία μένουν ακόμα ζωντανά μερικά αποσπάσματα του Πίπα (1841) - ωστόσο ο Μ. θεωρούσε ως αριστούργημά του το Δαχτυλίδι και το βιβλίο (1868). Στο δραματικό αυτό ποίημα ο ποιητής επεξεργάζεται, με ρώμη και σπάνια γλωσσική γνώση, ένα σκοτεινό γεγονός από τα χρονικά της Ρώμης του 1600. Η προσωπικότητα του Μ., όπως και το έργο του, εκδηλώνουν την εσωτερική σύγκρουση μεταξύ της συμβατικής παραδοχής του βικτοριανού περιβάλλοντος και της εξωτερικής επανάστασης των μορφών. Ο Άγγλος ποιητής Ρόμπερτ Μπράουνινγκ (Εθνική Πινακοθήκη Προσωπογραφιών, Λονδίνο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μπράουνινγκ-Μπάρετ, Ελίζαμπεθ — (Elisabeth Browning Barrett, Ντάραμ 1806 – Φλωρεντία 1861). Αγγλίδα ποιήτρια. Κόρη πλούσιου άποικου των Δυτικών Ινδιών, η Μ. Μ. άρχισε να διαβάζει τον Όμηρο στο πρωτότυπο σε ηλικία οκτώ ετών και στα έντεκα έγραψε το πρώτο της επικό ποίημα, Η μάχη …   Dictionary of Greek

  • ειδύλλιο — Όρος ο οποίος αρχικά αντιστοιχούσε στο σύντομο ποίημα. Από το περιεχόμενο του μεγαλύτερου μέρους των Ειδυλλίων του Θεόκριτου (3ος αι. π.Χ.), στη συνέχεια του Μόσχου (2ος αι. π.Χ.) και κατόπιν του Βίωνα (1ος αι. π.Χ.), που ήταν κυρίως βουκολικό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”